προσφωνεῖ — προσφωνέω call pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) προσφωνέω call pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) προσφωνέω call pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) προσφωνέω call pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναθεμάτος — ο 1. ο διάβολος, ως ο κατ’ εξοχήν άξιος αναθέματος 2. το δαιμόνιο καλικάντζαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση ανάθεμά τον (πρβλ. «κάμε δουλειά καμουλειά καλειά, κακό χρόνο να χει κακοχράχει» κ.λπ.). Κατά τον Χατζιδάκι, το φαινόμενο αυτό,… … Dictionary of Greek
παππασμός — ὁ, Α [παππάζω] (κατά το λεξ. Σούδα) «προσφώνησις παρὰ παιδὸς εἰς πατέρα γινομένη», το να προσφωνεί το παιδί τον πατέρα πάππα … Dictionary of Greek
προσήγορος — ον, και δωρ. τ. ποτάγορος, Α 1. αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον («παλλάδος θεᾱς ὅπως ἱκοίμην εὐγμάτων προσήγορος», Σοφ.) 2. (για τις μαντικές βαλανιδιές τής Δωδώνης) αυτές που απευθύνουν τον λόγο στους θεωρούς, που με το θρόισμά… … Dictionary of Greek
προσφωνητής — ο, Ν αυτός που προσφωνεί, που κάνει προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσφωνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
φιλοπροσήγορος — ον, Α ευπροσήγορος, προσηνής, καταδεκτικός. επίρρ... φιλοπροσηγόρως Α με φιλοπροσηγορία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + προσήγορος «αυτός που προσαγορεύει, που προσφωνεί κάποιον»] … Dictionary of Greek
χαιρετισμός — ο, ΝΜΑ [χαιρετίζω] 1. το να προσφωνεί κανείς κάποιον που συναντά με τις λέξεις χαίρε, χαίρετε ή άλλη σχετική 2. απόδοση καθιερωμένων τιμών σε κάποιον ή σε κάτι (α. «ο χαιρετισμός τής σημαίας» β. «ὁ τῶν ἀπὸ Συρίας ἐρχομένων πρέσβεων πρὸς τὸν… … Dictionary of Greek